δότης

δότης
Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για μετάγγιση. Ονομάζεται επίσης γενικός δ. εκείνος του οποίου τα ερυθρά αιμοσφαίρια δεν περιέχουν συγκολλητινογόνο και γι’ αυτό δεν συγκολλούνται από κανέναν ορό. Ο γενικός δ. ανήκει στην ομάδα αίματος Ο και μπορεί να δώσει το αίμα του σε άτομο με οποιαδήποτε ομάδα αίματος. (Φυσ.) Άτομο πρόσμειξης που βρίσκεται στο κρυσταλλικό πλέγμα των ημιαγωγών και περιέχει περισσότερα ηλεκτρόνια σθένους από όσα απαιτούνται για τη δημιουργία δεσμών με τα γειτονικά άτομα. Εξαιτίας αυτής της υπεροχής του δ. σε ηλεκτρονικό σθένος, δημιουργούνται έκτακτες ενεργειακές στάθμες στην απαγορευμένη περιοχή κοντά στη ζώνη αγωγιμότητας (στάθμες δ.), που μπορούν με μεγάλη ευκολία και σε θερμοκρασία δωματίου να παραχωρήσουν ηλεκτρόνια στη ζώνη αγωγιμότητας. Στους δ. ανήκουν τα πεντασθενή στοιχεία αρσενικό, αντιμόνιο και φωσφόρος που έχουν ένα ηλεκτρόνιο παραπάνω από τους τετρασθενείς ημιαγωγούς (γερμάνιο και πυρίτιο). Το ηλεκτρόνιο αυτό δεν συμμετέχει στους ομοιοπολικούς δεσμούς και συνδέεται χαλαρά με τον πυρήνα. Οι ημιαγωγοί που περιέχουν δ. αποκαλούνται ημιαγωγοί τύπου n (από την αγγλική λέξη negative = αρνητικός, γιατί παρέχουν αρνητικό φορτίο) και αν βρεθούν σε ηλεκτρικό πεδίο, τα ελεύθερα ηλεκτρόνιά τους θα αρχίσουν να κινούνται. Αντίθετα οι ιονισμένοι δ. παραμένουν ακίνητοι (αγωγιμότητα n). (Χημ.) Πυρηνόφιλο άτομο ή ιόν που παρέχει ένα ηλεκτρονικό ζεύγος σε ένα άλλο άτομο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας ομοιοπολικός δεσμός. Το άτομο που δέχεται το ζεύγος (ηλεκτρονιόφιλο) λέγεται δέκτης. Τα άτομα των δ. και των δεκτών συμμετέχουν συνήθως στις αντιδράσεις οξέων-βάσεων, στον σχηματισμό δεσμών ανάμεσα σε άτομα άνθρακα και στη χημεία των συμπλόκων ενώσεων.
* * *
ο (AM δότης) [δίδωμι]
αυτός που δίνει, παρέχει κάτι, χορηγός
νεοελλ.
1. ζώο ή φυτό από το οποίο λαμβάνεται το μόσχευμα κατά τη μεταμόσχευση ή το εμβόλιο κατά τον εμβολιασμό
2. φρ. α) «δότης αίματος» — ο αιμοδότης
θ) «δότης σώματος» — το άτομο που με δήλωσή του παραχωρεί εκ τών προτέρων όργανα τού σώματός του για να χρησιμοποιηθούν αμέσως μετά τον θάνατό του για μεταμοσχεύσεις σε πάσχοντες συνανθρώπους
γ) «δότης υδρογόνου» — ουσία που παραχωρεί το υδρογόνο προς αναγωγή τού άλλου σκέλους ή τού δέκτη οξειδοαναγωγικού συστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δότης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δότης — ο αυτός που δίνει κάτι: Έγινε δότης νεφρού για να σώσει το γιο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δόται — δότης masc nom/voc pl δότᾱͅ , δότης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δότου — δότης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δότῃ — δότης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερμοδότης — κερμοδότης, ὁ (Α) αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής*, αργυραμοιβός, σαράφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. τής ονομαστικής, αντί κερματο δότης (πρβλ. ζωο δότης, χρηματο δότης)] …   Dictionary of Greek

  • ηπιοδώτης — ἠπιοδώτης και ήπιοδώτας, ό (Α) (για τον Ασκληπιό) αυτός που με τα δώρα του κατευνάζει τους πόνους τής αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δώτης < δώτης < δίδωμι (πρβλ. α δώτης, ξενο δώτης). Το β συνθετικό δωτης τής λ. ανάγεται στην απαθή… …   Dictionary of Greek

  • θεσμοδότης — ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα) αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτο δότης, εργο δότης, υπνο δότης)] …   Dictionary of Greek

  • ικανοδότης — ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, ιδος (ΑΜ) αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής αρχ. αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργο δότης, τροφο δότης] …   Dictionary of Greek

  • καρποδότης — καρποδότης, ο θηλ. καρποδότειρα (AM) αυτός που παρέχει καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + δότης < δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης, εργο δότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”